σκευοποιήματα

σκευοποιήματα
σκευοποίημα
mask and dress
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκευοποίημα — ατος, τὸ, Α [σκευοποιῶ] 1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία 2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα το προσωπείο και τα ενδύματα τού ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῡ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”